- ἐπιθύμῳ
- ἐπίθυμονa parasitic plant growing on thymeneut dat sgἐπίθυμοςdesirousmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθυμώ — επιθυμώ, επιθύμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιθυμώ — και πιθυμώ και πεθυμώ και αποθυμάω επιθύμησα και πεθύμησα και απεθύμησα και αποθύμησα, μτβ. 1. έχω την επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω ή να πράξω κάτι, το θέλει η καρδιά μου, το τραβάει η όρεξή μου: Επιθυμεί να παντρευτεί. – Πεθύμησα μαύρο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιθυμώ — (AM ἐπιθυμῶ, έω) έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω νεοελλ. έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ μσν. νεοελλ. ποθώ ερωτικά μσν. 1. εύχομαι να γίνει κάτι 2. μού αρέσει κάτι 3. στερούμαι κάτι 4. εποφθαλμιώ κάτι 5. (η μτχ … Dictionary of Greek
ἐπιθυμῶ — ἐπιθυμέω set one s heart upon pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιθυμέω set one s heart upon pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιθῡμῶ , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιθῡμῶ , ἐπιθυμέω set… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιθυμῶ — ἐπιθυμῶ , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιθυμῶ , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιθῡμῶ , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres subj act 1st sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπιθυμῶ — ἐπιθυμῶ , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιθυμῶ , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιθῡμῶ , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres subj act 1st sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυριορέγομαι — επιθυμώ κάτι πάρα πολύ ή αγαπώ υπέρμετρα, σφοδρά («όλα τα μυριορέγετο κι επαίνα η Αρετούσα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀρέγομαι] … Dictionary of Greek
προαιρούμαι — επιθυμώ, προτιμώ, αποφασίζω από μόνος μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… … Dictionary of Greek
ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… … Dictionary of Greek